-
1 συν-έχω
συν-έχω (s. ἔχω u. συνόχωκα), mit, zugleich, zusammen halten, verbinden, befestigen; ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον, Il. 4, 133. 20, 415; u. intrans., ἵνα τε ξυνέχουσι τένοντες ἀγκῶνος, 20, 478, wo die Sehnen zusammenhalten; Hes. Sc. 315; festhalten, einschließen, κίων συνέχει οὐρανία, Pind. P. 1, 19; ὁπόταν συνέχῃ τούτῳ τῷ πλέγματι, Plat. Polit. 311 c; λυϑείσης τῆς τὰ πάντα πολι-τεύματα ξυνεχούσης εἰς ἓν δίκης, Legg. XII, 945 d, u. öfter, u. Folgde; τὸ ξυνέχον, was die Hauptsache ausmacht, in sich hält, Pol. öfter, u. a. Sp.; τὰ συνἑχοντα ϑεωρήματα τῆς ῥητορικῆς, S. Emp. adv. rhet. 113. – Συνέχειν τὸ στράτευμα καὶ συναϑροίζειν, Xen. An. 7, 2, 8, das Heer zusammenhalten, wie τὴν δύναμιν συνεῖχεν ἐν τῷ χάρακι, Pol. 10, 39, 1; auch zurückhalten, τὸ πλεῖστον μέρος τῆς δυνάμεως συνεῖχεν ἐπ' αὐτόν, 3, 101, 8; φόβοις τὰ πλήϑη, 6, 56, 11; erhalten, τοῦτο συνέχει τὰ Ῥωμαίων πράγματα, 6, 56, 7; συνέχειν τὸ διαδιδράσκον, Luc. Gymn. 29. – Pass., bes. von allen leiblichen u. geistigen Zuständen, von denen Einer ergriffen ist, mit denen er behaftet ist, in denen er sich befindet; τοιοῖςδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασιν ξυνειχόμην, Aesch. Prom. 659: ξυνέχεσϑαι κακῷ, Ar. Eccl. 1096; φροντὶς ᾗ συνεσχόμην, Eur. Heracl. 634; δουληΐῃ συνέχεσϑαι, in Knechtschaft gehalten werden, Her. 7, 12; u. eigtl., αἰχμῇσι καὶ ἐγ χειριδίοισι συνέχεσϑαι, mit Speeren u. Schwertern in die Enge getrieben werden, 1, 214; πατρὶ συνέχεσϑαι, vom Vater gedrängt, belästigt werden, 3, 131; ἀνιάτοις νοσήμασι συνεχόμενος, Plat. Gorg. 512 a; ὀνείδει, ἀγνοίᾳ ξυνεχόμενος, Legg. IX, 863 c; XII, 944 e; πάσῃ συνεχόμεϑα ἀπορίᾳ, Soph. 250 d, v. l. συνεσχόμεϑα, wie auch Theaet. 165 b ἐν φρέατι συσχόμενος der aor. med. passivisch gebraucht ist, v. l. συνεχόμενος; συνέχεσϑαι τοῖς κακοῖς, Isocr. 5, 8; τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι, Thuc. 2, 49, vgl. 3, 98; συνέχεσϑαι τοῖς πολέμοις, Pol. 1, 7, 9; τῷ λιμῷ συνέσχηντο, 3, 62, 4; u. a. Sp., öfter.
См. также в других словарях:
συνέχω — ΝΜΑ [ἔχω] κρατώ σε σύνδεση, συγκρατώ νεοελλ. 1. (σχετικά με φόβο) διακατέχω (α. «τόν συνέχει φόβος» β. «συνέχεται από φόβο») 2. (το μεσ.) συνέχομαι αποτελώ συνέχεια άλλου, επικοινωνώ με άλλον (α. «συνεχόμενες κατοικίες» β. «συνεχόμενα δωμάτια»)… … Dictionary of Greek